κούσπος

κούσπος
κοῡσπος, ὁ (AM)
είδος βασανιστηρίου οργάνου, η ποδοκάκη, ο φάλαγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. cuspus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουσπάτωρ — κουσπάτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που βασανίζει με το όργανο κούσπος*, βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦσπος + άτωρ] …   Dictionary of Greek

  • γκουσπίζω — και γκουσπώ ( άω) ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούσπος* «είδος βασανιστηρίου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”