Dictionary of Greek. 2013.
κουσπάτωρ — κουσπάτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που βασανίζει με το όργανο κούσπος*, βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦσπος + άτωρ] … Dictionary of Greek
γκουσπίζω — και γκουσπώ ( άω) ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούσπος* «είδος βασανιστηρίου»] … Dictionary of Greek